- καρτερικότητα
- η [καρτερικός]η καρτερία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρτερικότητα — η η ιδιότητα του καρτερικού: Δεν τον διακρίνει καθόλου καρτερικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεκτικότητα — η το να είναι κανείς ανεκτικός, καρτερικότητα, ανοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεκτικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Μιλτιάδη Χουρμούζη] … Dictionary of Greek
διακαρτέρησις — διακαρτέρησις, η (AM) [διακαρτερώ] καρτερικότητα, υπομονή … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
καρτερικός — ή, ό (AM καρτερικός, ή, όν) 1. αυτός που αντέχει με γενναιότητα («πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος», Ξεν.) 2. αυτός που υπομένει χωρίς να κάμπτεται 3. αυτός που δείχνει εμμονή και σταθερότητα μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
μεγαλοψυχία — και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) [μεγαλόψυχος] η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα τού μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη νεοελλ. συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα… … Dictionary of Greek
μεγαλόψυχος — η, ο (ΑM μεγαλόψυχος, ον) αυτός που έχει μεγάλη, ευγενική ψυχή, γενναιόψυχος, μεγαλόκαρδος, ανδρείος («ἦν μεγαλόψυχος, γενναῑος, τολμητίας», Βί. Αλεξ.) νεοελλ. εμπνευσμένος, μεγαλόπνευστος νεοελλ. μσν. συνεκδ. 1. ανεκτικός, μακρόθυμος 2.… … Dictionary of Greek
μενετικός — μενετικός, ή, όν (Α) [μενετός] 1. αυτός που μένει σταθερός σε κάτι, υπομονητικός, καρτερικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μενετικόν η υπομονή, η καρτερικότητα, η σταθερότητα … Dictionary of Greek
υπομονή — η / ὑπομονή, ΝΑ [ὑπομένω] ιδιότητα ή κατάσταση τού υπομονητικού, εγκαρτέρηση 2. ανοχή, ανεκτικότητα (α. «είναι εκπληκτική η υπομονή που δείχνεις στις προσβολές που σού κάνει» β. «ἡ δὲ ἀπόνοιά ἐστιν ὑπομονή, αἰσχρῶν ἔργων τε καὶ λόγων», Θεόφρ.)… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek